Βλησίδ' = βλησίδι. Θησαυρός κεκρυμμένος υπό την γήν και ανευρεθείς κατόπιν.
institution
Ακαδημία Αθηνών
collection
Αρχείο Παροιμιών και Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας (ΚΕΕΛ)