use the file or the thumbnail according to the license: CC BY-NC-ND 4.0 GR
Attribution-NonCommercial-NoDerivatives
Τον παλιόν καιρό, κάθα χρόνο τα Φώτα εψήνανε παλληκάρια κι ερρίχνανε στα δώματά ντως να φάνε όλα τα έχνη κι εταίζανε και το ζευγάρι ντως
(EL)
Λιουδάκη, Μαρία
Λιουδάκη, Αικατερίνη
Τον παλιόν καιρό, κάθα χρόνο τα Φώτα εψήνανε παλληκάρια κι ερρίχνανε στα δώματά ντως να φάνε όλα τα έχνη κι εταίζανε και το ζευγάρι ντως. Ένας ρεμπέτης μια χρονιά, δε γατέχω πως τόκαμε και δεν ήψησε παλληκάρια, κι ήβαλε μόνο άχερα των οζώ ντου. Κεινιά την άργα την μηλούν τα οζά και λέει τα’αφεντικό : -Να πάω θέλω ‘γώ στο στάβλο να δώ, ίντα δα πούνε τα οζά απού δεν τως εψήσανε παλληκάρια>Πάει και καθλιζει εκειά σε μια γωνιά τα’αχιριού κι ακούει το γάιδαρο και ρωτά το βούι. ‘’Βούι, ίντα τρώς εσύ; -Εγώ τρώγω άχερα κι εσύ; Κι εγώ άχερα τρώγω. –Κι ίντα ν’απού μαυρίζει εκε στο ρούκουνα τα’αχιριού; -Λίθος> Και λιθώνει ντελόγο τα’αδεντικό κι επόμεινεν εκειά. Γυρεύγει η γυναίκα ντου απάνω, γυρεύγει κάτω , δεν τόνε βρίσκει, κάνει του τα μνημόσυνα. Στο χρόνο απάνω η γυναίκα ήψησε παλληκάρια κι ήβαλε των οζώ ψης. Τα οζά ευχαριστηθήκανε οφέτος και ρωτούνε πάλι το ‘να τα’άλλο. Ίντα τρώς εσύ, βούι; -Εγώ, τρώγω παλληκάρια, εσύ ίντα τρώς, γάιδαρε;-Κι εγώ τρώγω παλληκάρια. –Κι ίντα ‘ναι απου μαυρίζει εκε στο ρούκουνα τ’αχιριού; - Τα’αφεντικό μας είναι και στέκει, δεν το θωρείς; Και γίνεται πάλι άθρωπος ο λίθος. Πάει στο σπίτι ντου και βρίσκει τη γυναίκα ντου στα μαύρα βουντημένη. <Μπρέ που ‘σουνε, άντρα μου, κι εχάθηκες; Εγώ σου ‘καμα και τα μνημόσυνα. –Ίντα να σου λέω, γυναίκα! Τούτονε και τούτονε ήπαθα. Και καθίζει και κάνει τους όλη την κουβέντα. Από τότισας κι οπίσω δεν εφήκανε χρονιά να περάση να μην κάμουνε παλληκάρια.
(EL)