Η Εικαστική Εγκατάσταση

Από τη ρητορική του χώρου στην Εννοιολογική Τέχνη
03-06-2025 | Έλενα Λαγούδη Ι ΕΚΤ

Η Εγκατάσταση (Installation Art), μια τέχνη τόσο εφήμερη και σημαντική όσο η ίδια η ζωή, ενσαρκώνει τη μετάβαση της τέχνης από το αντικείμενο στο περιβάλλον, από το βλέμμα στην εμπειρία, από το απομονωμένο έργο στον αισθητηριακό, πολυτροπικό διάλογο με τον θεατή. Συνδυάζοντας ζωγραφική, γλυπτική, ψηφιακά μέσα, εννοιολογική τέχνη, φως και ηχητικά στοιχεία, ο χώρος μεταμορφώνεται σε ένα πολυαισθητηριακό τοπίο που καλεί τον θεατή να συμμετάσχει ενεργητικά και να αναστοχαστεί.  

Αντί για επιφάνειες και καμβάδες, οι εγκαταστάσεις ενεργοποιούν τον χώρο ως φορέα νοήματος και βιώματος· ένα χώρο στον οποίο ο θεατής δεν παρατηρεί απλώς, αλλά συμμετέχει, κινείται, εμπλέκεται. Οι Εγκαταστάσεις είναι εικαστικά και βιωματικά “ενεργοποιημένοι” χώροι. Αποτελούνται από ένα πλαίσιο εικαστικών, γλυπτικών, επιτελεστικών και ψηφιακών μέσων, κατασκευών και συναρμογών, που ενσωματώνουν ολοένα και περισσότερο εξεζητημένες διατάξεις, ενθυλακώνοντας πειραματισμούς και έρευνες πάνω σε νέες τεχνολογίες, όπως για παράδειγμα η Επαυξημένη Πραγματικότητα (AR) και η Εικονική Πραγματικότητα (VR). 

Η τέχνη της Εγκατάστασης είναι ο τόπος στοχασμού του καλλιτέχνη, ένας τόπος συμβολικών και ιδεολογικών εικαστικών αναζητήσεων που υποκινεί ο χώρος αυτός στην υποδοχή του έργου. Για τον θεατή, η Εγκατάσταση είναι τόπος βιωματικός ο οποίος προτείνει μια ρευστή συνθήκη, ένα ανοιχτό σημειακό σύστημα χωρίς γραμμικότητα, που δίνει χώρο για ανάπαυση και επιβράδυνση από τις καθημερινές συνθήκες βουλιμικής κατανάλωσης πληροφορίας.

Η παρούσα έκθεση ανιχνεύει τη δυναμική πορεία της Τέχνης της Εγκατάστασης στην Ελλάδα από τα ριζοσπαστικά της σκιρτήματα στις αρχές του 20ού αιώνα έως τις σύνθετες, διαδραστικές και τεχνολογικά ενισχυμένες μορφές σύγχρονης καλλιτεχνικής πρακτικής που λαμβάνει χώρα στις σχολές Καλών Τεχνών.

Η γένεση αυτής της αισθητικής γλώσσας μπορεί να εντοπιστεί έναν αιώνα πριν στον Marcel Duchamp και στα ready-mades του - κοινά αντικείμενα που αναδεικνύονται ως έργα τέχνης με μόνη πράξη την επανερμηνεία και μετατόπισή τους σε ένα νέο συγκείμενο- στην συγκεκριμένη περίπτωση, το Μουσείο και την Πινακοθήκη. Αρχικά, χρησιμοποιήθηκε ο όρος “Περιβάλλοντα” και έπειτα “Εγκαταστάσεις”. 

Στην πορεία, κινήματα όπως ο Ντανταϊσμός, ο Σουρεαλισμός και ο Κονστρουκτιβισμός διεύρυναν την αμφισβήτηση των παραδοσιακών διακρίσεων μεταξύ τέχνης και ζωής, εικόνας και αντικειμένου, μορφής και νοήματος και ενσωμάτωσαν ποικιλία μέσων στο εικαστικό έργο.  Δημιουργήθηκαν έτσι σημαντικές πρωτοπορίες στην ανάπτυξη της καλλιτεχνικής δημιουργίας, όπως για παράδειγμα η άρση του διαχωρισμού της καλλιτεχνικής δημιουργίας σε κλάδους, η ενεργητική συμμετοχή του θεατή, η εφημερότητα, η ακαθοριστία και η χρονικότητα.  

Οι δεκαετίες του 1960 και 1970 αποτέλεσαν κρίσιμες περιόδους για την καθιέρωση της Εγκατάστασης ως αυτόνομου εκφραστικού μέσου. Ο χώρος παύει να είναι απλώς σκηνικό και γίνεται συνδημιουργός νοήματος μαζί με τον θεατή.

“Ο κύριος δρων στη συνολική εγκατάσταση, το κύριο κέντρο προς το οποίο απευθύνονται τα πάντα, για το οποίο προορίζονται, είναι ο θεατής” έλεγε ένας από τους πρωτεργάτες αυτής της τέχνης, ο Ουκρανός Ilya Kabakov. 

Στη χώρα μας, κύριοι εκφραστές αυτής της τέχνης είναι ο Γιάννης Κουνέλλης, ο Κώστας Τσόκλης, ο Στήβεν Αντωνάκος, ο Παύλος (Διονυσόπουλος), ο Γιώργος Λαζόγκας, η Όπυ Ζούνη, ο Δημήτρης  Αληθεινός, η Χρύσα και άλλοι πολλοί, νεότεροι καλλιτέχνες, ανάμεσά τους και πολλές γυναίκες εικαστικοί. Συνήθως οι καλλιτέχνες χρησιμοποιούν επαναλαμβανόμενα μοτίβα που διατρέχουν όλο το ερευνητικό, βιωματικό έργο τους και επανασυναρμόζονται σε κάθε έργο διαφορετικά, για να ενεργοποιήσουν νέους συσχετισμούς (όπως, για παράδειγμα, το ανθρωπάκι του Γιάννη Γαΐτη ή το neon φως στα έργα της Χρύσας ή του Άρη Προδρομίδη).

Η δουλειά των νεότερων, πιο εννοιολογική, συχνά επικεντρώνεται στην επανεπεξεργασία ιστορικών ή κυρίαρχων αφηγήσεων, επιχειρώντας να αμφισβητήσει καθιερωμένες ερμηνείες και να αναδείξει εναλλακτικές οπτικές της ιστορικής εμπειρίας ή της Δυτικής προσέγγισης του κόσμου. Οι εικαστικοί αυτοί υφαίνουν μία επιτελεστική τοπιογραφία (tableau vivant) από ήχους, υλικότητες, παρελθόντα συμβάντα, εντυπώσεις και αρχειακό υλικό, συχνά ενσωματώνοντας λαογραφικό υλικό και προσωπικά αρχεία. 

Η υπερβατική φύση αυτών των έργων ενώνει ταυτόχρονα τη φύση και τη γλυπτική εμπλέκοντας τα όρια μεταξύ τέχνης και ζωής. Αυτό το είδος τέχνης που βγαίνει από τον παραδοσιακό χώρο έκθεσης, το Μουσείο και την Πινακοθήκη, και μεταφέρεται στην ύπαιθρο ή στον αστικό ιστό μπορεί να οριστεί ως μια περιβαλλοντική κατασκευή που χρησιμοποιεί γλυπτικά υλικά για να αλληλεπιδράσει με το φυσικό περιβάλλον. Έργα τέχνης που υπερβαίνουν τα όρια των τεσσάρων τοίχων για να εκτεθούν στον περιβάλλοντα, δομημένο ή φυσικό χώρο διαμορφώνοντας ένα ανοιχτό πεδίο αισθητικής διερεύνησης και κοινωνικής εγρήγορσης, ανήκουν σε αυτό που έχει ονομαστεί Land artΤέχνη της Γης ή Τοποειδική Εγκατάσταση

Λόγω αυτής της σύνδεσης με τον φυσικό κόσμο, η Τέχνη της Γης συχνά αξιοποιεί υλικά που υπάρχουν στη φύση, όπως ξύλα, χώμα, φυτά, νερό και πέτρες, αλλά και νέα μέσα, όπως neon φωτισμό, ηχοτοπία, ψηφιακή διάδραση. Όπως και άλλες εφήμερες μορφές τέχνης, τα έργα αυτά συχνά τεκμηριώνονται μόνο μέσω φωτογραφιών, ταινιών και ηχογραφήσεων. Χαρακτηριστικά της τέχνης αυτής είναι η μεγάλη κλίμακα, η εμβύθιση, η διαδραστικότητα, η υλοποίηση σε σχέση με το χώρο που εγκαθίσταται, ενώ τα έργα συχνά ενσωματώνουν οξύ περιβαλλοντικό επισχολιασμό.

Σήμερα, η Εγκατάσταση συνεχίζει να πειραματίζεται, να εξελίσσεται, με τους καλλιτέχνες να αξιοποιούν νέες τεχνολογίες, υλικά και τρόπους παρουσίασης για να δημιουργήσουν καθηλωτικές, διαδραστικές και κοινωνικά οσμωτικές εμπειρίες. 

Η παρούσα έκθεση επιχειρεί να αναδείξει την πολυμορφία και το εύρος αυτής της καλλιτεχνικής γλώσσας όπως αναπτύσσεται στην Ελλάδα: από τη διάλυση της μορφής και τη ρητορική του χώρου, μέχρι την προκλητική συμπερίληψη του θεατή και τη σύμπραξη τέχνης και τεχνολογίας. Σε αυτή τη διαδρομή, η Eγκατάσταση δεν είναι απλώς ένα καλλιτεχνικό μέσο, αλλά μια χειρονομία ριζικής αναθεώρησης του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε την τέχνη, τον εαυτό και τον κόσμο γύρω μας.