Μια βολά δεν έχει πολύ καιρό που ε'ίνετο τούτο, μια 'υναίκα ήτο γκαστρωμένη κ' ήτο στας ημέρες της και εσκέπτετο που 'λειπε ο άντρα της πως (θ)α πήαινε στη Ρόδο (ν)α 'εννήση, γιατί εδώ πρώτα τίποτα 'εν είχαμε, κεί που στεναχωριάζετο κ(αι) εσκέπτετο φέρναν την Παναϊά και περνούσαν την αφ' το σπίτι της, αυτή έκαμε τότε τον σατυρόν της κ' είπε : Παναγιά μου βοηθησέ (ν)α καλο'εννήσω και (θ)α φκάλω τ' όνομα σου
Island