Οι μηνάδες από την πρώτη του χρόνου που αρχινούσεν από το Σεπτέβριο ετρυγήσαν τ’αhελι dώνε(αδέρφια ήταν αυτοί βέβαια)κ’εμάζεψαν το κρασί και το βάλανε σ’ένα βαρέλι

Οι μηνάδες από την πρώτη του χρόνου που αρχινούσεν από το Σεπτέβριο ετρυγήσαν τ’αhελι dώνε(αδέρφια ήταν αυτοί βέβαια)κ’εμάζεψαν το κρασί και το βάλανε σ’ένα βαρέλι
δείτε την πρωτότυπη σελίδα τεκμηρίου
στον ιστότοπο του αποθετηρίου του φορέα για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε το ψηφιακό αρχείο του τεκμηρίου*
χρησιμοποιήστε
το ψηφιακό αρχείο ή την εικόνα προεπισκόπησης σύμφωνα με την άδεια χρήσης :
CC BY-NC-ND 4.0 GR
Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα
CC_BY_NC_ND



Οι μηνάδες από την πρώτη του χρόνου που αρχινούσεν από το Σεπτέβριο ετρυγήσαν τ’αhελι dώνε(αδέρφια ήταν αυτοί βέβαια)κ’εμάζεψαν το κρασί και το βάλανε σ’ένα βαρέλι (EL)

Ο Φλεβάρης (EL)

Ήμελλος, Στέφανος Δ.
Μαυρομμάτης, Νικόλαος

Οι μηνάδες από την πρώτη του χρόνου που αρχινούσεν από το Σεπτέβριο ετρυγήσαν τ’αhελι dώνε(αδέρφια ήταν αυτοί βέβαια)κ’εμάζεψαν το κρασί και το βάλανε σ’ένα βαρέλι. Αρχίσανε από τον πρώτο κ’εβάλανε μια κάνουλα του Σεπτέβρη αίφνης απάνω, του Νοέμβρη και όλων των μηνάδων κατά σειρά. Οι κάνουλες bαίνανε στο ίδιο βαρέλι κατά σειρά. Ήρθε η σειρά του Φλεβάρη. Αυτός ήτανε πονηρός. Λέει : να βάλεε τη gάνουλά μου τελευταία. Αλλ’αυτός τι έκανενε. Οι άλλοι του ‘πάνε, από τώρα θα δοκιμάξης το μούστο; Αλλά των είπενε, τον δικό μου θέλω να δοκιμάξω και όχι τον δικό σας. Καλά, άς τονε, είπαν οι άλλοι. Το βρήκε καλό και ήπινεν ταχτικά. Το δικό μου πίνω, έλεγε πάντα, ‘’όχι το δικό σας’’. Μια ‘μέρα ‘χανε τραπέζι. Λέει: δε φέρνομενε και κρασί να πιούμενε; Τώρα το κρασί είν’ gαμωμένο. Ηνοιξεν ο πρώτος τη gάνουλα του αλλά δεν έτρεχε. Σειρά όλοι δεν ευρήκανε κρασί. Βρε Φλεβάρη, τι μας ήκαμες; Ήπιες όλο το κρασί; Εμείς δεν ήπιαμενε καθόλου. Σας ορκίζομαι δεν ήπια από τη gάνουλα τη δική σας πιτυλιά. Όσο ‘πια το ‘πια από τη δική μου. Τότες τον επιάσανε και τόνε ερρίξανε από το παράθυρο όξω από το σπίτι κ’ήσπασε το ποδάρι dου κ’ετραήχτηκε σε μίαν απανεμιά κ’εκάθισενε κ’ήκλαιενε από το bότο που ‘χενε. Αλλά ‘κεί που ‘κλαιενε εγέλαγε, γιατί εγέλασενε έντεκα νομάτοι. Και γι αυτό ο Φλεβάρης, εκεί που ‘ναι κακωσυνάτος και χιονίζει εκεί βγάνει ο ήλιος και γίνεται καλοκαίρι. Και τόχομενε λέει : ‘’ο Φλεβάρης κλαίει και γελά’’. (κάνουλα=Βρύσιν , τελευταίαν= Δηλ. κάτω κάτω, πλησίον του πυθμένος του βαρελιού , gαμωμένο=καμωμ΄ρνον, έτοιμον κατάλληλον προς πόσιν , Σειρά όλοι=ήνοιξαν όλοι κατά σειράν την κάνουλά των, πιτυλιά= σταγόνα, δεν ήπια καθόλου, απανεμία= Μέρος υπήνεμον, κακωσυνάτος= με κακωσύνας, το αντ. Καλωσυνάτος.) (EL)

Παράδοση (EL)

Νάξος, Φιλώτι (EL)


1959



2303
Λ. Α. αρ. 2303, σελ. 27 – 8, Στεφ. Ημέλλου, Νάξος, (Φιλώτιον), 1959

Ελληνική γλώσσα

Κείμενο




*Η εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία των διαδικτυακών διευθύνσεων των συλλογών (ψηφιακό αρχείο, καρτέλα τεκμηρίου στο αποθετήριο) είναι αποκλειστική ευθύνη των φορέων περιεχομένου.