Τον Παλιό καιρό που ήταν στην Λαγκάδα, ψηλά στο βουνό, στην περιοχή του Πάπα, νοτιοδυτικά από τις Ράχες, ήταν ένα μέρος κλειστό που κατοικούσαν οι Καριώτες για να μην τους βρίσκουν οι Αλγκερίνοι ήταν ένας που έκοψε την πίττα, τον λέγανε Μπινίκο

Τον Παλιό καιρό που ήταν στην Λαγκάδα, ψηλά στο βουνό, στην περιοχή του Πάπα, νοτιοδυτικά από τις Ράχες, ήταν ένα μέρος κλειστό που κατοικούσαν οι Καριώτες για να μην τους βρίσκουν οι Αλγκερίνοι ήταν ένας που έκοψε την πίττα, τον λέγανε Μπινίκο
see the original item page
in the repository's web site and access the digital file of the item*
use
the file or the thumbnail according to the license:
CC BY-NC-ND 4.0 GR
Attribution-NonCommercial-NoDerivatives
CC_BY_NC_ND



Τον Παλιό καιρό που ήταν στην Λαγκάδα, ψηλά στο βουνό, στην περιοχή του Πάπα, νοτιοδυτικά από τις Ράχες, ήταν ένα μέρος κλειστό που κατοικούσαν οι Καριώτες για να μην τους βρίσκουν οι Αλγκερίνοι ήταν ένας που έκοψε την πίττα, τον λέγανε Μπινίκο (EL)

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
Φάκαρης, Σωκράτης

Τον Παλιό καιρό που ήταν στην Λαγκάδα, ψηλά στο βουνό, στην περιοχή του Πάπα, νοτιοδυτικά από τις Ράχες, ήταν ένα μέρος κλειστό που κατοικούσαν οι Καριώτες για να μην τους βρίσκουν οι Αλγκερίνοι ήταν ένας που έκοψε την πίττα, τον λέγανε Μπινίκο. Το παιδί του έφαγε το φελλί (μερίδα) που είχε κόψει για το μουσαφίρη, αν επήαινε κανένας. Ο πατέρας εθύμωσε κ’ εκυνήγησε το παιδί να το πιάση. Όσον έτρεχε αυτός δεν μπορούσε να το φτάση. Τελευταία ενευρίασε. Μετά πολύ κόπο όταν το ‘φτασε, όπως ήταν θυμωμένος το σφαξε. Το άφηκε εκεί να το φάνε οι αγριόχοιροι. Επέρασε ένας άλλος και το σήκωσε και το ‘βαλε σε μια σκελά δένδρου. Ύστερα τον πατέρα του παιδιού την πήγανε στο δικαστήριο. Ο δικαστής τον ρώτησε γιατί το ‘σφαξε το παιδί. Εκείνος απήντησε – «είναι το κατρουλιό μου» κι’ ό,τι θέλω το κάνω. (EL)

Παράδοση (EL)

Ικαρία, Ράχες, Τραγοστάσι (EL)


1962



2449
Λ. Α. αρ. 2449, σελ. 31, Γεωργ. Σπυριδάκη, Ικαρία, (Συνοικισμός Τραγοστάσι περιοχής Ραχών), 1962

Greek

Text




*Institutions are responsible for keeping their URLs functional (digital file, item page in repository site)