Παλαιότερα υπήρχανε και βλέπανε. (τα ξωτικά). Ένας πιστικός, εφύλαγε πρόβατα, εδώ στο λιμάνι τον Αυγερινό. Δε φοβότανε. Αλλά τη νύχτα άκουσε μια ελιά ναν την κόβουνε με το πριόνι. Προχωρεί στο μέρος π’ άκουγε το πριγιόνι, τίποτε. Ο κρότος επήε πάρα πάνου, στον ανεμόμυλο. Όλο ανέβαινε. Αυτός επιμονή, να πάη, να βρη που πριγιονίζουνε. Επήγε κι εκεί μ’ όλα τα πρόβατα. Αλλά στο τέλος έχασε τα πρόβατα από μπροστά του. (το δαιμονικό τον παρέσυρε στη ζημιά). Α! τι κάνω! Εδώ δεν είναι άνθρωπος που κόβει! Είναι διάολος. Έφυγε το πρωΐ και διηγήθηκε την ιστορία και πήγανε όλοι μαζί και βρήκανε τα πρόβατα λουφασμένα στη «Μακριά Πούντα». [Αυγερινό= ή Αθερινό]
Οικισμός